- τρέφοντας
- τρέφωthickenpres part act masc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
питатель — ПИТАТЕЛ|Ь (7*), Ѧ с. 1.Тот, кто питает, дает пищу: съгрѣшихъ безаконеновахъ. прегрѣшихъ и прогнѣвахъ тебе моѥго вл҃дкѹ и питателѧ и бл҃годателѧ. СбЯр XIII2, 43; кумира бо чл҃вкъ створилъ. животноѥ же б҃ъ сдѣлалъ. и колми па(ч) бесловесна(г)… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
αμβροσία — I Μυθολογικό πρόσωπο, μία από τις Υάδες, θυγατέρες του Άτλαντα και της Πληιόνης. Κατά την παράδοση, ανέθρεψε τον νεογέννητο Διόνυσο τρέφοντάς τον με μέλι, του οποίου ήταν η προσωποποίηση. Όταν ο βασιλιάς Λυκούργος καταδίωξε τον Διόνυσο και τον… … Dictionary of Greek
κατασυβωτώ — κατασυβωτῶ, έω (Α) μτφ. τρέφοντας παχαίνω κάποιον σαν χοίρο («τὴν ψυχὴν τῆς τοῡ σώματος ἡδοναῑς κατασυβωτεῑν», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + συ βωτῶ «βόσκω χοίρους»] … Dictionary of Greek
Πασβάνογλου, Οσμάν-πασάς — (1738 – 1807). Τούρκος φεουδάρχης σλαβικής καταγωγής. Εγκατεστημένος στο Βιδίνιο και ημιανεξάρτητος από την Πύλη, ήρθε πολλές φορές σε πολεμικές συγκρούσεις μαζί της. Ο πατέρας του είχε διακριθεί στους πολέμους της Πύλης εναντίον των Αυστριακών… … Dictionary of Greek